φαινόμενο — το / φαινόμενον, ΝΜΑ καθετί που φαίνεται ή γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, κάθε άμεσα αντιληπτό ή παρατηρούμενο αντικείμενο, γεγονός ή συμβάν, σε αντιδιαστολή με ό,τι συλλαμβάνεται με τον νου, με τη νόηση νεοελλ. 1. (με κν. σημ.) έννοια που… … Dictionary of Greek
επιδερμικό φαινόμενο — Φαινόμενο που συνίσταται στην ανομοιογενή κατανομή της πυκνότητας του εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος στους συμπαγείς αγωγούς. Έχει παρατηρηθεί ότι όταν ένας αγωγός διαρρέεται από υψίσυχνο εναλλασσόμενο ρεύμα, η πυκνότητα ρεύματος είναι μεγάλη … Dictionary of Greek
φωτοηλεκτρισμός ή φωτοηλεκτρικό φαινόμενο — Εκπομπή ηλεκτρονίων εκ μέρους ενός υλικού συστήματος, που δέχεται τη δράση ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών. Το φαινόμενο, που το παρατήρησε κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. ο Ρίγκι, ο οποίος το όρισε ως φωτοηλεκτρικό φαινόμενο, μελετήθηκε… … Dictionary of Greek
Ντόπλερ, φαινόμενο — Στη φυσική, είναι η μεταβολή της μετρούμενης συχνότητας μιας κυματικής διαταραχής, όταν η πηγή του κύματος και ο παρατηρητής κινούνται το ένα ως προς το άλλο. Προφανώς η συχνότητα του κύματος που αντιλαμβάνεται ο παρατηρητής δεν είναι ίδια με… … Dictionary of Greek
επίδειξης, φαινόμενο της– — Ελληνική απόδοση του οικονομικού όρου demonstration effect. Ο ίδιος όρος αποδίδεται και ως φαινόμενο μίμησηςπροβολής. Στην απόφαση για την κατανομή του εισοδήματος μεταξύ αποταμίευσης και κατανάλωσης (μεταξύ των διαφόρων τύπων καταναλωτικής… … Dictionary of Greek
θερμοηλεκτρονικό ή θερμιονικό φαινόμενο — Ιδιότητα των μετάλλων να εκπέμπουν ηλεκτρόνια σε συσχετισμό με τη θερμοκρασία τους (θα πρέπει να είναι σχετικά μεγάλη) και τη χημική τους σύσταση. Η εκπομπή των ηλεκτρονίων, που εξαρτάται από την κινητική τους ενέργεια, είναι ανάλογη προς την… … Dictionary of Greek
γεωμαγνητικό φαινόμενο — Η επίδραση του γήινου μαγνητικού πεδίου στην κοσμική ακτινοβολία. Το μαγνητικό πεδίο της Γης είναι πολύ ασθενές, της τάξης μόνο ενός γκάους, ενώ είναι εύκολη η παραγωγή πεδίων στους επιταχυντές σωματίων της τάξης αρκετών δεκάδων χιλιάδων γκάους.… … Dictionary of Greek
θερμοκηπίου, φαινόμενο — Βλ. λ. ρύπανση … Dictionary of Greek
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek
εκφόρτιση ή εκκένωση, ηλεκτρική — Φαινόμενο στο οποίο παρουσιάζεται μείωση του ηλεκτρικού φορτίου ενός αγωγού. Η η.ε. μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, ανάλογα με τον τύπο της χρησιμοποιούμενης συσκευής. Είναι δυνατόν να είναι το κύριο φαινόμενο ή ο βασικός σκοπός της συσκευής,… … Dictionary of Greek